σιαλαντλία

σιαλαντλία
η, Ν
ιατρ. εργαλείο κατάλληλο για την απορρόφηση τού σάλιου από το στόμα κατά τη διάρκεια οδοντιατρικών επεμβάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» + αντλία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”